ενεστώτας tend
γ΄ ενικό ενεστώτα tends
αόριστος tended
παθητική μετοχή tended
ενεργητική μετοχή tending

tend (en)

  1. (αμετάβατο, με to) τείνω, ρέπω
    ⮡  He tends to forget his promises.
    Τείνει να ξεχνάει τις υποσχέσεις του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι
    ⮡  Who is tending to the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
    ⮡  Who will tend the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
    ⮡  Who will tend to the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
    ⮡  I am tending to a customer.
    Περιποιούμαι έναν πελάτη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after