tend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tends |
αόριστος | tended |
παθητική μετοχή | tended |
ενεργητική μετοχή | tending |
Ρήμα
επεξεργασίαtend (en)
- (αμετάβατο, με to) τείνω, ρέπω
- ⮡ He tends to forget his promises.
- Τείνει να ξεχνάει τις υποσχέσεις του.
- ⮡ He tends to forget his promises.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι
- ⮡ Who is tending to the baby right now?
- Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
- ⮡ Who will tend the garden while you are away?
- Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
- ⮡ Who will tend to the kids?
- Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
- ⮡ I am tending to a customer.
- Περιποιούμαι έναν πελάτη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη look after
- ⮡ Who is tending to the baby right now?
Πηγές
επεξεργασία- tend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 589, 871, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, νοιάζομαι, τείνω, φροντίζω