Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρέπω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ῥέπω
,
ρεπό
,
ρέπος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρέπω
<
αρχαία ελληνική
ῥέπω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈɾe.po
/
Ρήμα
επεξεργασία
ρέπω
κλίνω
προς μια
μεριά
ή
κατεύθυνση
≈
συνώνυμα
:
γέρνω
(
μεταφορικά
)
έχω
τάση
ή
έφεση
προς κάτι
≈
συνώνυμα
:
τείνω
Συγγενικά
επεξεργασία
ροπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρέπω
αγγλικά
:
prone to
(en)
γαλλικά
:
penchant
(fr)
,
tendance
(fr)
γερμανικά
:
neigen
(de)
,
tendieren
(de)
ισπανικά
:
tender
(es)
,
ser propenso
(es)
πολωνικά
:
mieć skłonność
(pl)
,
skłaniać się
(pl)