ρέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ρέπω < αρχαία ελληνική ῥέπω
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ρέπω
- κλίνω προς μια μεριά ή κατεύθυνση
- (μεταφορικά) έχω τάση ή έφεση προς κάτι