ρέπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρέπος < αγγλική repos, πληθυντικός αριθμός του repo < repurchase + agreement
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρέπος ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) συμφωνία επαναγοράς: συμφωνία δύο μερών για την πώληση ενός (κρατικού ή ιδιωτικού) χρεογράφου, κατά την οποία ο πωλητής προσυμφωνεί να το επαναγοράσει σε ορισμένο χρονικό διάστημα και σε προσυμφωνημένη τιμή