Ετυμολογία

επεξεργασία
προσυμφωνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσυμφωνώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.siɱ.fo.niˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐συμ‐φω‐νη‐μέ‐νος

προσυμφωνημένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν προσυμφωνήσει
    ⮡  Προσυμφωνημένη συναλλαγή για υλοποίηση πώλησης μετοχομεριδίου της εταιρείας σε στρατηγικό επενδυτή.
  2. (για αγώνα, διαγωνισμό) που έχουν προσυμφωνήσει το αποτέλεσμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

επίσης δείτε

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυμφωνημένος η προσυμφωνημένη το προσυμφωνημένο
      γενική του προσυμφωνημένου της προσυμφωνημένης του προσυμφωνημένου
    αιτιατική τον προσυμφωνημένο την προσυμφωνημένη το προσυμφωνημένο
     κλητική προσυμφωνημένε προσυμφωνημένη προσυμφωνημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυμφωνημένοι οι προσυμφωνημένες τα προσυμφωνημένα
      γενική των προσυμφωνημένων των προσυμφωνημένων των προσυμφωνημένων
    αιτιατική τους προσυμφωνημένους τις προσυμφωνημένες τα προσυμφωνημένα
     κλητική προσυμφωνημένοι προσυμφωνημένες προσυμφωνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία