σικέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σικέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chiqué (επιτήδευση, μπλόφα)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈce/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐κέ
Επίθετο επεξεργασία
σικέ άκλιτο
- που είναι προσυμφωνημένου αποτελέσματος και έχει καθοριστεί εκ των προτέρων
Συνώνυμα επεξεργασία
- στημένος
- → και δείτε τη λέξη προσυμφωνημένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σικέ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σικέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας