στημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στημένος | η | στημένη | το | στημένο |
γενική | του | στημένου | της | στημένης | του | στημένου |
αιτιατική | τον | στημένο | τη | στημένη | το | στημένο |
κλητική | στημένε | στημένη | στημένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στημένοι | οι | στημένες | τα | στημένα |
γενική | των | στημένων | των | στημένων | των | στημένων |
αιτιατική | τους | στημένους | τις | στημένες | τα | στημένα |
κλητική | στημένοι | στημένες | στημένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στήνω
Μετοχή
επεξεργασία
στημένος, -η, -ο
- που τον έχουν στήσει
- που τον έχουν τοποθετήσει
- (μεταφορικά) που περιμένει κάποιον ο οποίος έχει αργήσει στο ραντεβού
- (μεταφορικά) που είναι προσυμφωνημένος, σικέ
Σύνθετα
επεξεργασία- αναστημένος & σύνθετα
- κακοστημένος
- καλοστημένος
- καραστημένος (σπάνιο)
- κατεστημένος & σύνθετα
- μισοστημένος
- ξαναστημένος
- ορθοστημένος
- παραστημένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- χωρίς συνθετικό «στημένος»: βαριεστημένος και συστημένος