Ετυμολογία

επεξεργασία
στήνω < μεσαιωνική ελληνική στήνω[1] < αρχαία ελληνική ἔστησα, αόριστος τού ἵστημι / ἱστάνω

στήνω (μεταβατικό)

  1. τοποθετώ σε όρθια θέση πρόσωπα ή πράγματα
    ※  Τον έστησε με τα χέρια ψηλά και άρχισε να τον ψάχνει, όπως κάνουν τώρα στα αεροδρόμια. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. κατασκευάζω, συναρμολογώ
  3. κάνω ενέργειες για τη δημιουργία, οργάνωση κ.λπ. μιας επιχείρησης, ενός σχεδίου κ.τ.ό.
  4. (οικείο) προκαλώ μεγάλη αναμονή σε προγραμματισμένο ραντεβού ή το ματαιώνω
  5. (οικείο) προκαλώ εσκεμμένη αθέμιτη αλλοίωση αποτελέσματος αγώνων για στοιχηματικούς ή άλλους οικονομικούς λόγους

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στήνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)