στήνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στήνω < μεσαιωνική ελληνική στήνω[1] < αρχαία ελληνική ἔστησα, αόριστος τού ἵστημι / ἱστάνω
Ρήμα
επεξεργασίαστήνω (μεταβατικό)
- τοποθετώ σε όρθια θέση πρόσωπα ή πράγματα
- ※ Τον έστησε με τα χέρια ψηλά και άρχισε να τον ψάχνει, όπως κάνουν τώρα στα αεροδρόμια. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- κατασκευάζω, συναρμολογώ
- κάνω ενέργειες για τη δημιουργία, οργάνωση κ.λπ. μιας επιχείρησης, ενός σχεδίου κ.τ.ό.
- (οικείο) προκαλώ μεγάλη αναμονή σε προγραμματισμένο ραντεβού ή το ματαιώνω
- (οικείο) προκαλώ εσκεμμένη αθέμιτη αλλοίωση αποτελέσματος αγώνων για στοιχηματικούς ή άλλους οικονομικούς λόγους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στήνω | έστηνα | θα στήνω | να στήνω | στήνοντας | |
β' ενικ. | στήνεις | έστηνες | θα στήνεις | να στήνεις | στήνε | |
γ' ενικ. | στήνει | έστηνε | θα στήνει | να στήνει | ||
α' πληθ. | στήνουμε | στήναμε | θα στήνουμε | να στήνουμε | ||
β' πληθ. | στήνετε | στήνατε | θα στήνετε | να στήνετε | στήνετε | |
γ' πληθ. | στήνουν(ε) | έστηναν στήναν(ε) |
θα στήνουν(ε) | να στήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστησα | θα στήσω | να στήσω | στήσει | ||
β' ενικ. | έστησες | θα στήσεις | να στήσεις | στήσε | ||
γ' ενικ. | έστησε | θα στήσει | να στήσει | |||
α' πληθ. | στήσαμε | θα στήσουμε | να στήσουμε | |||
β' πληθ. | στήσατε | θα στήσετε | να στήσετε | στήστε | ||
γ' πληθ. | έστησαν στήσαν(ε) |
θα στήσουν(ε) | να στήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στήσει | είχα στήσει | θα έχω στήσει | να έχω στήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στήσει | είχες στήσει | θα έχεις στήσει | να έχεις στήσει | έχε στημένο | |
γ' ενικ. | έχει στήσει | είχε στήσει | θα έχει στήσει | να έχει στήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στήσει | είχαμε στήσει | θα έχουμε στήσει | να έχουμε στήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στήσει | είχατε στήσει | θα έχετε στήσει | να έχετε στήσει | έχετε στημένο | |
γ' πληθ. | έχουν στήσει | είχαν στήσει | θα έχουν στήσει | να έχουν στήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στήνομαι | στηνόμουν(α) | θα στήνομαι | να στήνομαι | ||
β' ενικ. | στήνεσαι | στηνόσουν(α) | θα στήνεσαι | να στήνεσαι | (στήνου) | |
γ' ενικ. | στήνεται | στηνόταν(ε) | θα στήνεται | να στήνεται | ||
α' πληθ. | στηνόμαστε | στηνόμαστε στηνόμασταν |
θα στηνόμαστε | να στηνόμαστε | ||
β' πληθ. | στήνεστε | στηνόσαστε στηνόσασταν |
θα στήνεστε | να στήνεστε | (στήνεστε) | |
γ' πληθ. | στήνονται | στήνονταν στηνόντουσαν |
θα στήνονται | να στήνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στήθηκα | θα στηθώ | να στηθώ | στηθεί | ||
β' ενικ. | στήθηκες | θα στηθείς | να στηθείς | στήσου | ||
γ' ενικ. | στήθηκε | θα στηθεί | να στηθεί | |||
α' πληθ. | στηθήκαμε | θα στηθούμε | να στηθούμε | |||
β' πληθ. | στηθήκατε | θα στηθείτε | να στηθείτε | στηθείτε | ||
γ' πληθ. | στήθηκαν στηθήκαν(ε) |
θα στηθούν(ε) | να στηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στηθεί | είχα στηθεί | θα έχω στηθεί | να έχω στηθεί | στημένος | |
β' ενικ. | έχεις στηθεί | είχες στηθεί | θα έχεις στηθεί | να έχεις στηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στηθεί | είχε στηθεί | θα έχει στηθεί | να έχει στηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στηθεί | είχαμε στηθεί | θα έχουμε στηθεί | να έχουμε στηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στηθεί | είχατε στηθεί | θα έχετε στηθεί | να έχετε στηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στηθεί | είχαν στηθεί | θα έχουν στηθεί | να έχουν στηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στημένος - είμαστε, είστε, είναι στημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στημένοι |
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στήνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στήνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)