Ουσιαστικό

επεξεργασία

planter (en)

  1. μεγάλη γλάστρα ή ζαρντινιέρα
  2. (ιστορία) Άγγλος έποικος από αυτούς που εκδίωξαν τους ντόπιους Ιρλανδούς επί της βασιλείας της Ελισάβετ της Α΄
  3. μηχάνημα (ή άνθρωπος) που φυτεύει σπόρους
  4. ο ιδιοκτήτης μιας φυτείας