↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτεία οι φυτείες
      γενική της φυτείας των φυτειών
    αιτιατική τη φυτεία τις φυτείες
     κλητική φυτεία φυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυτεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυτεία (φύτεμα) < φυτεύω & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική plantation[1]
 
Σκλάβοι σε φυτεία ζαχαροκαλάμου στο νησί Ρεουνιόν γύρω στο 1885.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐τεί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυτεία θηλυκό

  • μεγάλη έκταση γης όπου συνήθως καλλιεργούνται φυτά ενός μόνον είδους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φυτεια»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία