φυτεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτεία | οι | φυτείες |
γενική | της | φυτείας | των | φυτειών |
αιτιατική | τη | φυτεία | τις | φυτείες |
κλητική | φυτεία | φυτείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυτεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυτεία (φύτεμα) < φυτεύω & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική plantation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐τεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυτεία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-φυτεια»
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυτεία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φυτεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας