ζαρντινιέρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαρντινιέρα | οι | ζαρντινιέρες |
γενική | της | ζαρντινιέρας | — | |
αιτιατική | τη | ζαρντινιέρα | τις | ζαρντινιέρες |
κλητική | ζαρντινιέρα | ζαρντινιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζαρντινιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jardinière < jardinier < jardin + -ier < δημώδης λατινική (hortus) gardinus < φραγκική *gardin / *gardo (φράχτης σε αυλή, κήπος) < πρωτογερμανική *gardô < *gardaz (περίκλειστος χώρος, αυλή, κήπος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰordʰos < *gʰerdʰ- (περικλείω, φράζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζαρντινιέρα θηλυκό
- τσιμεντένια κατασκευή (συνήθως σε σχήμα μακρόστενου ανοιχτού κουτιού), στην οποία τοποθετούνται γλάστρες ή γεμίζεται με χώμα και φυτεύεται με λουλούδια
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γαρδένια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζαρντινιέρα