μπήγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπήγω < μεσαιωνική ελληνική μπήγω < αρχαία ελληνική ἐμπήγνυμι
Ρήμα
επεξεργασίαμπήγω (παθητική φωνή: μπήγομαι)
- βάζω κάτι μακρύ και μυτερό μέσα σε άλλο ασκώντας πίεση
- (οικείο) (σε εκφράσεις, συνοδευόμενο από: τα γέλια / τα κλάματα / τις φωνές / τις κραυγές κλπ.) αρχίζω και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό, βάζω (μεταφορικά), πατάω (μεταφορικά)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπήγω | έμπηγα | θα μπήγω | να μπήγω | μπήγοντας | |
β' ενικ. | μπήγεις | έμπηγες | θα μπήγεις | να μπήγεις | μπήγε | |
γ' ενικ. | μπήγει | έμπηγε | θα μπήγει | να μπήγει | ||
α' πληθ. | μπήγουμε | μπήγαμε | θα μπήγουμε | να μπήγουμε | ||
β' πληθ. | μπήγετε | μπήγατε | θα μπήγετε | να μπήγετε | μπήγετε | |
γ' πληθ. | μπήγουν(ε) | έμπηγαν μπήγαν(ε) |
θα μπήγουν(ε) | να μπήγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έμπηξα | θα μπήξω | να μπήξω | μπήξει | ||
β' ενικ. | έμπηξες | θα μπήξεις | να μπήξεις | μπήξε | ||
γ' ενικ. | έμπηξε | θα μπήξει | να μπήξει | |||
α' πληθ. | μπήξαμε | θα μπήξουμε | να μπήξουμε | |||
β' πληθ. | μπήξατε | θα μπήξετε | να μπήξετε | μπήξτε | ||
γ' πληθ. | έμπηξαν μπήξαν(ε) |
θα μπήξουν(ε) | να μπήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπήξει | είχα μπήξει | θα έχω μπήξει | να έχω μπήξει | ||
β' ενικ. | έχεις μπήξει | είχες μπήξει | θα έχεις μπήξει | να έχεις μπήξει | έχε μπηγμένο | |
γ' ενικ. | έχει μπήξει | είχε μπήξει | θα έχει μπήξει | να έχει μπήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπήξει | είχαμε μπήξει | θα έχουμε μπήξει | να έχουμε μπήξει | ||
β' πληθ. | έχετε μπήξει | είχατε μπήξει | θα έχετε μπήξει | να έχετε μπήξει | έχετε μπηγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μπήξει | είχαν μπήξει | θα έχουν μπήξει | να έχουν μπήξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μπηγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μπηγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μπηγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μπηγμένο |