ενεστώτας set up
γ΄ ενικό ενεστώτα sets up
αόριστος set up
παθητική μετοχή set up
ενεργητική μετοχή setting up

Ετυμολογία

επεξεργασία
set up <  δείτε τις λέξεις set και up

set up (en)

  1. (μεταβατικό) τακτοποιώ, παρέχω σε κάποιον τα χρήματα ή άλλα μέσα που χρειάζεται για να κάνει κάτι
      I am setting up my friend with a job
    Τακτοποιώ το φίλο μου σε μια δουλειά
     συνώνυμα: fix up
  2. (μεταβατικό) ιδρύω, δημιουργώ κάτι ή το ξεκινάω
      I am setting up a business.
    Ιδρύω μια επιχείρηση.
      Does the bank charge a fee for setting up the account?
    Η τράπεζα χρεώνει κάποια προμήθεια για το άνοιγμα του λογαριασμού;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη found
  3. (μεταβατικό) στήνω, χτίζω κάτι ή βάζω κάτι κάπου
      A creche was set up in the square.
    Στην πλατεία στήθηκε μία φάτνη.
      The climbers quickly set a shelter up for the night.
    Οι ορειβάτες έστησαν γρήγορα ένα καταφύγιο για τη νύχτα.
     συνώνυμα: put up
  4. (μεταβατικό) στήνω, ετοιμάζω κάτι για χρήση
  5. (μεταβατικό) οργανώνω, διοργανώνω, κανονίζω να γίνει κάτι
      I will set a meeting up between you.
    Θα οργανώσω/διοργανώσω μια συνάντηση μεταξύ σας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη organize
  6. διευθετώ, διατάσσω
     συνώνυμα: arrange, to arrange objects
  7. διαμορφώνω συνθήκες παγίδας, στήνω
     συνώνυμα: hoax, trap
  8. διατάσσω/παρατάσσω/στήνω/συνδέω εξοπλισμό λειτουργικά

Συγγενικά

επεξεργασία