ενεστώτας stand up
γ΄ ενικό ενεστώτα stands up
αόριστος stood up
παθητική μετοχή stood up
ενεργητική μετοχή standing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stand up < → δείτε τις λέξεις stand και up

stand up (en)

  1. (αμετάβατο) στέκομαι, είμαι στα πόδια μου, είμαι σε όρθια θέση
    ⮡  I stood up the entire bus trip.
    Στάθηκα όρθιος σ' όλο το δρόμο με το λεωφορείο.
    ⮡  Stand up straight!
    Στάσου ίσια!
     συνώνυμα: stand
  2. (αμετάβατο) σηκώνομαι
    ⮡  We just stood up from the table.
    Μόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι.
    ⮡  Why were you standing up and sitting down all the time?
    Γιατί σηκωνόσασταν και καθόσασταν όλη την ώρα;
     συνώνυμα:  get up και stand
  3. (ανεπίσημο) στήνω, αφήνω κάποιον να περιμένει σε ραντεβού και δεν πηγαίνω
    ⮡  Look, don’t stand me up again.
    Κοιτά μη με στήσεις πάλι.

Αντώνυμα

επεξεργασία