sit down
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | sit down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sits down |
αόριστος | sat down |
παθητική μετοχή | sat down |
ενεργητική μετοχή | sitting down |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
sit down (en)
- κάθομαι, μετακινούμαι από όρθια θέση σε καθιστή θέση