Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

down (en)

  1. πεσμένος, ξαπλωμένος
  2. κατεβασμένος
  3. κατερχόμενος
  4. θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός
  5. εκτός λειτουργίας

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

down (en)

  1. κάτω, χάμω, προς τα κάτω
  2. πίσω (χρονικά)
  3. μακριά (από)
  4. τελειωμένος, κανονισμένος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

down (en)

  1. κάθοδος, κατάβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα
  2. πέσιμο, πτώση, ελάττωση, μείωση
  3. τα κάτω, η κακή περίοδος
  4. αντιπάθεια, διχόνοια, έχθρα, έχθρητα, μίσος
  5. και down feather: το πούπουλο
  6. χνούδι, ίουλος

  ΠρόθεσηΕπεξεργασία

down (en)

  1. κάτω
  2. χαμηλότερα, προς τα κάτω
  3. κατά μήκος

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

down (en)

  1. κατεβάζω
  2. ρίχνω
  3. ακουμπώ κάτω
  4. συντρίβω αντίπαλο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία