down
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
down (en)
- πεσμένος, ξαπλωμένος
- κατεβασμένος
- κατερχόμενος
- θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός
- εκτός λειτουργίας
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
down (en)
- κάτω, χάμω, προς τα κάτω
- πίσω (χρονικά)
- μακριά (από)
- τελειωμένος, κανονισμένος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
down (en)
- κάθοδος, κατάβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα
- πέσιμο, πτώση, ελάττωση, μείωση
- τα κάτω, η κακή περίοδος
- αντιπάθεια, διχόνοια, έχθρα, έχθρητα, μίσος
- και down feather: το πούπουλο
- χνούδι, ίουλος
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
down (en)
- κάτω
- χαμηλότερα, προς τα κάτω
- κατά μήκος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- calm down: ηρεμώ, ησυχάζω
ΡήμαΕπεξεργασία
down (en)