Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός down
συγκριτικός more down
υπερθετικός most down

down (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κάτω, που κινείται ή κατευθύνεται προς τα κάτω ή μακριά από ένα μέρος
    ⮡  Click on the down arrow.
    Κάντε κλικ στο κάτω βέλος.
    ⮡  The down escalator isn’t working.
    Η κυλιόμενη σκάλα που κατεβαίνει δεν λειτουργεί.
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) πεσμένος, κακοδιάθετος, θλιμμένος ή λυπημένος
    ⮡  She seems down, what happened to her?
    Αυτή φαίνεται πεσμένη, τι της συνέβη;
    ⮡  I’ve been seeing you down lately, what’s up with you?
    Κακοδιάθετο σε βλέπω τελευταία, τι σου συμβαίνει;
  3. (όχι πριν από το ουσιαστικό) χαλασμένος, εκτός λειτουργίας, για ηλεκτρονικά συστήματα
    ⮡  Why is my computer down?
    Γιατί είναι ο υπολογιστής μου χαλασμένος;
    ⮡  The telephone device is temporarily down.
    Η τηλεφωνική συσκευή έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας.

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

down (en)

  1. κάτω, κατεβάζω, κατεβαίνω, χαμηλώνω, πέφτω, προς τα κάτω ή σε χαμηλότερη θέση
    ⮡  down in the basement - κάτω στο υπόγειο
    ⮡  down on the seashore - κάτω στο γιαλό
    ⮡  Come down.
    Έλα κάτω.
    ⮡  Put the books down.
    Άφησε κάτω τα βιβλία.
    ⮡  He took the baby in his arms and placed it down in the car.
    Πήρε το μωρό αγκαλιά και το κατέβασε κάτω στο αυτοκίνητο.
    ⮡  Put your gun down!
    Κατέβασε το όπλο σου!
    ⮡  I took the glasses down from the cupboard.
    Κατέβασα το ποτήρια από το ντουλάπι.
    ⮡  Move the frame down a little more.
    Κατέβασε το κάδρο λίγο ακόμη.
    ⮡  The elevator brings us down to the ground floor.
    Το ασανσέρ μάς κατεβάζει έως το ισόγειο.
    ⮡  She helped her elderly father down off the bed.
    Κατέβασε τον ηλικιωμένο πατέρα της από το κρεβάτι.
    ⮡  Get down right now!
    Κατέβα αμέσως!
    ⮡  They went down to the foot of the mountain.
    Κατέβηκαν ως τα ριζά του βουνού.
    ⮡  I’m taking the stairs down.
    Κατεβαίνω με τη σκάλα.
    ⮡  Pull the blinds down.
    Χαμήλωσε τα στορ.
    ⮡  The rain was still coming down.
    Η βροχή έπεφτε ακόμα.
    ⮡  He fell down from the tree.
    Έπεσε από το δέντρο.
    ⮡  Bend it down.
    Λύγισέ το προς τα κάτω.
     αντώνυμα: up
  2. κάτω, πεσμένος, ξαπλωμένος, από όρθια θέση σε καθιστή ή ξαπλωμένη θέση
    ⮡  Sit down.
    Κάθισε κάτω.
    ⮡  He was found lying down on the floor.
    Βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα.
    ⮡  I was lying down on my stomach/back/side.
    Ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα/ανάσκελα/στο πλάι.
  3. ελαττώνω, χαμηλώνω, μειώνω, πέφτω, σε χαμηλότερο επίπεδο
    ⮡  Our sales are going down.
    Οι πωλήσεις μας ελαττώνονται.
    ⮡  The number of refugees has come down.
    Ο αριθμός των προσφύγων ελαττώθηκε.
    ⮡  Church attendance goes down in the summer.
    Οι εκκλησιαζόμενοι ελαττώνονται το καλοκαίρι.
    ⮡  Our profits are down.
    Τα κέρδη μας ελαττώθηκαν.
    ⮡  We will mark prices down.
    Θα χαμηλώσουμε τις τιμές.
    ⮡  Prices went down.
    Χαμήλωσαν οι τιμές.
    ⮡  They got their suitcases down to one each.
    Μείωσαν τις βαλίτσες τους σε μία ο καθένας.
    ⮡  The cost of living will go down.
    Ο τιμάριθμος θα πέσει.
    ⮡  Prices are down.
    Οι τιμές είναι πεσμένες.
     αντώνυμα: up
  4. χαμηλώνω, ελαττώνω, πέφτω, μειώνω την ένταση κάτι
    ⮡  Turn down the temperature.
    Χαμήλωσε τη θερμοκρασία.
    ⮡  You need to bring your voice down.
    Πρέπει να χαμηλώσεις τη φωνή σου.
    ⮡  The light is going down.
    Το φως χαμήλωνε.
    ⮡  The ship slowed its speed down.
    Το πλοίο ελάττωσε την ταχύτητά του.
    ⮡  We’ll set sail once the wind dies down a little.
    Θα σαλπάρουμε μόλις πέσει λίγο ο άνεμος.
     αντώνυμα: up
  5. γράφω, καταγράφω, σημειώνω κάτι σε χαρτί, σε λίστα
    ⮡  He took down everything I said.
    Έγραψε ό,τι του είπα.
    ⮡  I will put you down for ten euros.
    θα σε γράψω (ότι θα δώσεις) δέκα ευρώ.
    ⮡  I will jot it down before I forget.
    Θα το γράψω πριν το ξεχάσω.
    ⮡  They wrote down all the things in the house.
    Κατέγραψαν όλα τα πράγματα του σπιτιού.
    ⮡  Let me get it down before I forget.
    Να το σημειώσω πριν το ξεχάσω.
  6. κάθετα, σε σταυρόλεξο
    ⮡  I completed the crossword across and down.
    Συμπλήρωσα το σταυρόλεξο οριζόντια και κάθετα.
     αντώνυμα: across
  7. κατεβαίνω, πάω προς τα νότια ή βρίσκομαι στα νότια μιας χώρας
    ⮡  He came down from Russia to Greece.
    Από τη Ρωσία κατέβηκε στην Ελλάδα.
    ⮡  I often go down from Thessaloniki to Athens.
    Κατεβαίνω συχνά από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα.
     αντώνυμα: up
  8. προς τα κάτω, ιεραρχικά, για εξουσία
    ⮡  The committee is elected from the bottom up, not the the top down, by a qualified majority of prime ministers.
    Η επιτροπή εκλέγεται από κάτω προς τα πάνω και όχι από την κορυφή προς τα κάτω, από μια ειδική πλειοψηφία πρωθυπουργών.
    ⮡  There is a lack of communication from the top down: messages formulated in complex language at the high level do not reach local citizens.
    Υπάρχει ελλιπής επικοινωνία από την κορυφή προς τα κάτω: τα μηνύματα που διατυπώνονται σε πολύπλοκη γλώσσα στο υψηλό επίπεδο δεν προσεγγίζουν τους τοπικούς πολίτες.
     αντώνυμα: up
  9. μείον, που λείπει η ποσότητα που αναφέρθηκε
    ⮡  The team is going to the final down three key players.
    Η ομάδα πηγαίνει στον τελικό με τρεις βασικούς παίκτες μείον.
     αντώνυμα: up
  10. η προκαταβολή
    ⮡  You have to pay 50 euros down and the rest later.
    Πρέπει να δώσετε 50 ευρώ προκαταβολή και το υπόλοιπο αργότερα.
  11. (ανεπίσημο) τελειώνω κάτι σε μια λίστα με πράγματα που κάνω
    ⮡  We are four books down (=we have finished four books), one more to go!
    Έχουμε τελειώσει τέσσερα βιβλία, μένει άλλο ένα!
  12. (ανεπίσημο) κάτω, κατεβαίνω, κατεβάζω, πηγαίνω ή βρίσκομαι σε ένα τοπικό μέρος όπως ένα κατάστημα, ένα μπαρ κτλ.
    ⮡  We’ll go down for shopping.
    Θα πάμε κάτω για ψώνια.
    ⮡  A little further down there’s a small tavern.
    Λίγο πιο κάτω είναι ένα ταβερνάκι.
    ⮡  Tomorrow I will go down to Piraeus.
    Αύριο θα κατεβώ στον Πειραιά.
    ⮡  We’re going down to the market to go shopping.
    Κατεβαίνουμε στην αγορά για ψώνια.
    ⮡  Are you taking me down to the market?
    Με κατεβάζεις στην αγορά;
  13. κάτω! εντολή σε σκύλο ή παιδί

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
down downs

down (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το πούπουλο, πουπουλένιος
    ⮡  They filled pillows and mattresses with goose down.
    Με τα πούπουλα της χήνας γεμίζουν μαξιλάρια και στρώματα.
    ⮡  I have a down pillow.
    Έχω πουπουλένιο μαξιλάρι.
     συνώνυμα: down feather
  2. (μη μετρήσιμο) το χνούδι, πολύ λεπτές και μαλακές τρίχες
  3. (ανεπίσημο, μόνο πληθυντικός) οι δυσκολίες, τα βάσανα, οι δοκιμασίες, κακή περίοδος της λύπης όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά
    ⮡  His life has been full of downs.
    Η ζωή του ήταν γεμάτη δυστυχίες.
    ⮡  I have my downs and I also have you to give me a rough time too!
    Έχω τα βάσανά μου, έχω κι εσένα να με ταλαιπωρείς!
    ⮡  I’ve been through a lot of downs with my health.
    Πέρασα πολλές δοκιμασίες με την υγεία μου.
    ⮡  Life has many ups and downs.
    Η ζωή έχει πολλά σκαμπανεβάσματα.

  Πρόθεση

επεξεργασία

down (en)

  1. κάτω σε, χαμηλότερα, κατεβαίνω (σε), πέφτω σε, γλιστράω σε, τρέχω σε, κυλάω σε, από ένα υψηλότερο σημείο σε κάτι σε ένα χαμηλότερο
    ⮡  Oxford is further down the river.
    Η Οξφόρδη είναι πιο κάτω στο/χαμηλότερα το ποτάμι.
    ⮡  I’m going down Stadiou street.
    Κατεβαίνω στην οδό Σταδίου.
    ⮡  We went down the mountain.
    Κατέβασε το όπλο σου!
    ⮡  He fell down the stairs.
    Έπεσε στις σκάλες.
    ⮡  The children were playing sliding down the slide.
    Τα παιδιά παίζανε γλιστρώντας στην τσουλήθρα.
    ⮡  A tear slid down her cheek.
    Ένα δάκρυ γλίστρησε στο/έτρεξε στο μάγουλό της.
    ⮡  His hat was rolling down the middle of the street.
    Κύλισε το καπέλο του μέσα στο δρόμο.
    ⮡  Tears were streaming down their face.
    Δάκρυα κυλούσαν στα πρόσωπά τους.
  2. κατά μήκος, δίπλα σε, προς την κατεύθυνση που αντικρίζω
    ⮡  We walked down the beach.
    Περπατήσαμε κατά μήκος της παραλίας.
    ⮡  These are the shops that are down the main road.
    Αυτά είναι τα καταστήματα που βρίσκονται κατά μήκος του κεντρικού δρόμου.
    ⮡  He drove down the highway for hours.
    Οδήγησε κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου για ώρες.
    ⮡  The train runs down the coast.
    Το τρένο περνάει κατά μήκος της ακτής.
    ⮡  He lives somewhere down this street.
    Μένει κάπου σε αυτόν τον δρόμο.
    ⮡  There are benches down the river.
    Υπάρχουν παγκάκια δίπλα στο ποτάμι.
    ⮡  He walked down the canal.
    Περπάτησε δίπλα στο κανάλι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη along
ενεστώτας down
γ΄ ενικό ενεστώτα downs
αόριστος downed
παθητική μετοχή downed
ενεργητική μετοχή downing

down (en)

  1. κατεβάζω, αδειάζω, πίνω ή τρώω κάτι γρήγορα
    ⮡  She downed a glass of beer in one gulp.
    Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα.
    ⮡  He downs a whole lamb in one sitting.
    Κατεβάζει ολόκληρο αρνί στην καθισιά του.
    ⮡  He downed a bottle a wine by himself.
    Άδειασε μόνος του ένα μπουκάλι κρασί.
  2. ρίχνω, αναγκάζω κάποιον ή κάτι να πέσει στο έδαφος
    ⮡  I down an enemy plane.
    Ρίχνω ένα εχθρικό αεροπλάνο.

Δείτε επίσης

επεξεργασία