πουπουλένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πουπουλένιος | η | πουπουλένια | το | πουπουλένιο |
γενική | του | πουπουλένιου | της | πουπουλένιας | του | πουπουλένιου |
αιτιατική | τον | πουπουλένιο | την | πουπουλένια | το | πουπουλένιο |
κλητική | πουπουλένιε | πουπουλένια | πουπουλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πουπουλένιοι | οι | πουπουλένιες | τα | πουπουλένια |
γενική | των | πουπουλένιων | των | πουπουλένιων | των | πουπουλένιων |
αιτιατική | τους | πουπουλένιους | τις | πουπουλένιες | τα | πουπουλένια |
κλητική | πουπουλένιοι | πουπουλένιες | πουπουλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πουπουλένιος < πούπουλ(ο) + -ένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pu.puˈle.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐που‐λέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαπουπουλένιος, -α, -ο
- φτιαγμένος από πούπουλα
- που είναι ελαφρύς / μαλακός σαν να ήταν από πούπουλα