↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πούπουλο τα πούπουλα
      γενική του πούπουλου των πούπουλων
    αιτιατική το πούπουλο τα πούπουλα
     κλητική πούπουλο πούπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πούπουλο < (άμεσο δάνειο) βενετική pùpoƚa ή σικελικά puppula (ιταλική puppola)[1] ή διαλεκτικά ιταλικά puppolo (το πουλί μπούφος για τα μαλακά φτερά του)[2]
 
Ένα πούπουλο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpu.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πού‐που‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πούπουλο ουδέτερο

  1. μαλακό χνουδωτό φτερό· καθένα από τα μικρά χνουδωτά φτερά ενός πουλιού
    ⮡  το μαξιλάρι σκίστηκε και βγαίνουν τα πούπουλα
  2. (μεταφορικά) ελαφρύς
    ⮡  ελαφρό σαν πούπουλο
  3. ξεσκονιστήρι από πούπουλα
     συνώνυμα: φτερό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πούπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας