πούπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πούπουλο | τα | πούπουλα |
γενική | του | πούπουλου | των | πούπουλων |
αιτιατική | το | πούπουλο | τα | πούπουλα |
κλητική | πούπουλο | πούπουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πούπουλο < (άμεσο δάνειο) βενετική pùpoƚa ή σικελικά puppula (ιταλική puppola)[1] ή διαλεκτικά ιταλικά puppolo (το πουλί μπούφος για τα μαλακά φτερά του)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpu.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πού‐που‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπούπουλο ουδέτερο
- μαλακό χνουδωτό φτερό· καθένα από τα μικρά χνουδωτά φτερά ενός πουλιού
- ⮡ το μαξιλάρι σκίστηκε και βγαίνουν τα πούπουλα
- (μεταφορικά) ελαφρύς
- ⮡ ελαφρό σαν πούπουλο
- ξεσκονιστήρι από πούπουλα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πούπουλο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πούπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας