1. το πτηνό μπούφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπούφος οι μπούφοι
      γενική του μπούφου των μπούφων
    αιτιατική τον μπούφο τους μπούφους
     κλητική μπούφο
& μπούφε
μπούφοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπούφος < (άμεσο δάνειο) ιταλική bufo (διαλεκτικό) + (αναδανεισμός[1] → δείτε τη λέξη βούφος, μεσαιωνική και ελληνιστική κοινή βοῦφος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbu.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπού‐φος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπούφος αρσενικό

  1. (πτηνό) είδος νυχτόβιου αρπακτικού πουλιού (Bubo bubo) που συγγενεύει με την κουκουβάγια. Είναι το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό νυχτόβιο πουλί
  2. (μεταφορικά) ο βλάκας, ο κουτός, ο χαζός, ο ηλίθιος
  3. (αργκό) το τρίχωμα των γυναικείων γεννητικών οργάνων

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία