Ετυμολογία

επεξεργασία
bobo, ονοματοποιία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bo.bo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bobo bobos

bobo (fr) αρσενικό

παιδική λέξη

  1. ο πόνος
  2. η μικρή πληγή


  Επίθετο

επεξεργασία

bobo (es)