Δείτε επίσης: Πόνος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόνος οι πόνοι
      γενική του πόνου των πόνων
    αιτιατική τον πόνο τους πόνους
     κλητική πόνε πόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πόνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόνος (σκληρή δουλειά)[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐νος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πόνος αρσενικό

  1. δυσάρεστο οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται από κάποια δυσλειτουργία του σώματος, αρρώστια, φλεγμονή, χτύπημα κ.λπ.
    ο πόνος έγινε δυσβάσταχτος
  2. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από άλλα συναισθήματα
    τον κοίταξε με πόνο
  3. (σπάνιο, (ιδιωματικό) μόχθος, κόπος

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • καθένας με τον πόνο του
  • μπρος τα κάλλη τι' ν' ο πόνος
  • οι πόνοι : οι ωδίνες του τοκετού
  • το κρεβάτι του πόνου
  • τον έπιασε ο πόνος για κάτι : λέγεται ειρωνικά για κάποιον που ξαφνικά ενδιαφέρεται για κάτι, αν και ως τώρα αδιαφορούσε τελείως

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
πον- 

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόνος οἱ πόνοι
      γενική τοῦ πόνου τῶν πόνων
      δοτική τῷ πόν τοῖς πόνοις
    αιτιατική τὸν πόνον τοὺς πόνους
     κλητική ! πόνε πόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόνω
γεν-δοτ τοῖν  πόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πόνος < μεταπτωτική βαθμίδα πον- (που απαντά και στο πένομαι)[1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πόνος αρσενικό

  1. η μεγάλη δυσκολία της μάχης, η μάχη καθαυτή (στον Όμηρο)
    καί δή αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε καί πόνος
  2. ο μόχθος, η ταλαιπωρία, η πολλή δουλειά, ο κόπος
    μάταιος πόνος (άδικος κόπος)
    ἄνευ πόνου (άκοπα, εύκολα)
    ἔχει πόνον πολύν (δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά)
  3. η επιχείρηση, η δουλειά
    καί πόνος ἐντί θάλασσα ( : η δουλειά τους, ο μόχθος τους είναι στη θάλασσα)
  4. το ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, πρόβλημα
    ὁ Μηδικὸς πόνος (το πρόβλημα με τους Πέρσες)
  5. ο πόνος, το φυσικό σύμπτωμα του πόνου
    ※  ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2.49.3 @greek-language.gr)
    ※  πλευρᾶς πόνοι καὶ θώρακος καὶ ἥπατος, πόνοι ἐν κεφαλῇ (πονοκέφαλος) ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι (Ιπποκράτης)
  6. το πόνημα (π.χ. το μέλι, ὑψηλὸς τεκτόνων πόνος, τούς ἡμετέρους πόνους: οι καρποί του μόχθου μας)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.