πληγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πληγή | οι | πληγές |
γενική | της | πληγής | των | πληγών |
αιτιατική | την | πληγή | τις | πληγές |
κλητική | πληγή | πληγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πληγή < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πληγή < πλήττω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pliˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐γή
Ουσιαστικό επεξεργασία
πληγή θηλυκό
- μια μικρότερη ή μεγαλύτερη τρύπα ή άνοιγμα στο δέρμα ή / και στους από κάτω ιστούς του σώματος, που έχει προκληθεί από τραυματισμό, αρρώστια κ.λπ.
- (μεταφορικά) συμφορά, δυστυχία, κακό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλήττω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πληγή
|