τρύπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρύπα | οι | τρύπες |
γενική | της | τρύπας | των | τρυπών |
αιτιατική | την | τρύπα | τις | τρύπες |
κλητική | τρύπα | τρύπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρύπα < ελληνιστική κοινή τρῦπα < αρχαία ελληνική τρύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *truH-p-[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρύπα θηλυκό
- κενός χώρος, κοιλότητα ή άνοιγμα σε ένα στερεό σώμα
- (κατ’ επέκταση) άνοιγμα σε κάποιο σώμα
- (συνεκδοχικά) κενό, άνοιγμα, έλλειψη ή έλλειμμα
- ⮡ υπάρχει τρύπα στα δημοσιονομικά
- ⮡ εκμεταλλεύτηκε την τρύπα στην άμυνα του αντιπάλου και διείσδυσε
- ⮡ βρήκε τρύπα στο νόμο και λειτουργούσε δίχως άδεια
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- μπαλιά τρύπα: στο ποδόσφαιρο, χαμηλή κάθετη πάσα με σκοπό την παραλαβή της μπάλας από επιτιθέμενο παίκτη πίσω από την αντίπαλη άμυνα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αεροτρύπανο
- αλεπότρυπα
- αλυσότρυπα
- αξετρύπωτος
- ατμοτρύπανο
- ατρύπητος
- άτρυπος
- ατρύπωτα
- ατρύπωτος
- βελονότρυπα
- γεωτρύπανο
- διατρυπώ
- κατατρυπώ
- κλειδαρότρυπα
- κουμπότρυπα
- κουμποτρυπού
- κουνελότρυπα
- κωλοτρυπίδα
- μυριοτρυπημένος
- μυρμηγκότρυπα
- ξετρύπωμα
- ξετρυπώνω
- ποντικότρυπα
- σκουληκομερμηγκότρυπα
- σκουληκότρυπα
- τρυπάνι
- τρυπανόσωμα
- τρύπημα
- τρυπημένος
- τρυπητήρι
- τρυπητός
- τρύπιος
- τρυπιοχέρα
- τρυπιοχέρης
- τρυπογάζι
- τρυποκάρυδο
- τρυποκάρυδος
- τρυπώ
- τρύπωμα
- τρυπωμένος
- τρυπώνω
- φιδότρυπα
- χιονότρυπα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρύπα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.