↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροτρύπανο τα αεροτρύπανα
      γενική του αεροτρύπανου των αεροτρύπανων
    αιτιατική το αεροτρύπανο τα αεροτρύπανα
     κλητική αεροτρύπανο αεροτρύπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αεροτρύπανο < αερο- + τρυπάνι + -ο (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air drill

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αεροτρύπανο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία