Δείτε επίσης: ἀερο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αερο- < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀερο- < αρχαία ελληνικά ἀήρ, γενική του ἀέρος. Συγχρονικά αναλύεται σε αήρ, αερ + -ο-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.e.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο-

  Πρόθημα επεξεργασία

αερο-, αερό- και αερ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία