Δείτε επίσης: αήρ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ἀ˘ηρ- ἀ˘ερ-
ονομαστική ἀήρ
      γενική τοῦ ἀέρος
      δοτική τῷ ἀέρ
    αιτιατική τὸν ἀέρ
     κλητική ! ἀήρ
3η κλίση, Κατηγορία 'ἀθήρ' όπως «ἀθήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀήρ < *ἀϜήρ, γενική *ἀ-Ϝέρ-ος < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Συνδέεται με το *ἀ(Ϝ)είρω ἀείρω (σηκώνω) [2]
Δείτε και ἄω, ἄημι (πνέω/φυσώ, πλήττομαι από τον άνεμο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀήρ αρσενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Αρχικά ο ἀήρ ήταν το αντίθετο της λέξης αἰθήρ (αιθέρας) και σήμαινε τον σκοτεινό και ζοφερό άνεμο ή τον πυκνό αέρα και τη βαριά ατμόσφαιρα, αργότερα όμως χρησιμοποιήθηκε για τον αέρα γενικά.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • ἠερόεις ἠερόεσα, ἠερρόεν (συννεφιασμένος, ζοφερός)
  • ἠερόθεν (από τον άνεμο)
  • ἠεριος (εκτεθειμένος στον αέρα, αλλά και πρωινός)
  • ἀερώδης (επίθετο για είδη που ζουν στον αέρα)

Σύνθετα επεξεργασία

και

Δείτε επίσης επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

ἀήρ (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: αέρας
εβραϊκά: אֲוִיר‎ (ʾăwîr)
λατινικά: āēr
αλβανικά: ajër
αγγλικά: air
ισπανικά: aire
→ και δείτε  aer#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ἀήρ στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. «αέρας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία