Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂uer-

  Ρήμα επεξεργασία

ἀείρω, συνηρημένο: αἴρω

  1. σηκώνω κάτι, το φέρνω σε ψηλότερη θέση
  2. φέρω (ένα φορτίο)
  3. εξυμνώ ή υπερβάλλω
  4. παίρνω κάτι/κάποιον, απομακρύνω, καταστρέφω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία