ἀείρω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂uer-
Ρήμα Επεξεργασία
ἀείρω, συνηρημένο: αἴρω
- σηκώνω κάτι, το φέρνω σε ψηλότερη θέση
- φέρω (ένα φορτίο)
- εξυμνώ ή υπερβάλλω
- παίρνω κάτι/κάποιον, απομακρύνω, καταστρέφω
Άλλες μορφές Επεξεργασία
- επικός τύπος του αἴρω
- ιωνικός τύπος του αἴρω
Επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές Επεξεργασία
- ἀείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.