Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυμνώ < (ελληνιστική κοινήἐξυμνέω / ἐξυμνῶ < αρχαία ελληνική ὑμνέω / ὑμνῶ < ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)

  Ρήμα επεξεργασία

εξυμνώ (παθητική φωνή: εξυμνούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία