Ετυμολογία

επεξεργασία
επαινώ < αρχαία ελληνική ἐπαινέω / ἐπαινῶ < ἐπί + αἰνέω / αἰνῶ (απευθύνω ύμνους, δοξάζω)

επαινώ (παθητική φωνή: επαινούμαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία