Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παίνεμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παίνεμα
τα
παινέμα
τ
α
γενική
του
παινέμα
τ
ος
των
παινεμά
τ
ων
αιτιατική
το
παίνεμα
τα
παινέμα
τ
α
κλητική
παίνεμα
παινέμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παίνεμα
<
παινεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παίνεμα
ουδέτερο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
παινεύω
(
επαινώ
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
έπαινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παίνεμα
αγγλικά
:
praise
(en)
γαλλικά
:
éloge
(fr)
,
louange
(fr)
ρουμανικά
:
laudă
(ro)