παινεσιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παινεσιά | οι | παινεσιές |
γενική | της | παινεσιάς | των | παινεσιών |
αιτιατική | την | παινεσιά | τις | παινεσιές |
κλητική | παινεσιά | παινεσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παινεσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) ο έπαινος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παινεσιά
→ δείτε τη λέξη έπαινος |