αυτοεπαινούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοεπαινούμαι < αυτο- + επαινούμαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοεπαινούμαι (αποθετικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοέπαινος
- → δείτε τις λέξεις αυτός, έπαινος και αίνος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοεπαινούμαι | αυτοεπαινούμουν | θα αυτοεπαινούμαι | να αυτοεπαινούμαι | αυτοεπαινούμενος | |
β' ενικ. | αυτοεπαινείσαι | αυτοεπαινούσουν | θα αυτοεπαινείσαι | να αυτοεπαινείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοεπαινείται | αυτοεπαινούνταν | θα αυτοεπαινείται | να αυτοεπαινείται | ||
α' πληθ. | αυτοεπαινούμαστε | αυτοεπαινούμασταν αυτοεπαινούμαστε |
θα αυτοεπαινούμαστε | να αυτοεπαινούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοεπαινείστε | αυτοεπαινούσασταν αυτοεπαινούσαστε |
θα αυτοεπαινείστε | να αυτοεπαινείστε | αυτοεπαινείστε | |
γ' πληθ. | αυτοεπαινούνται | αυτοεπαινούνταν | θα αυτοεπαινούνται | να αυτοεπαινούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοεπαινέθηκα | θα αυτοεπαινεθώ | να αυτοεπαινεθώ | αυτοεπαινεθεί | ||
β' ενικ. | αυτοεπαινέθηκες | θα αυτοεπαινεθείς | να αυτοεπαινεθείς | αυτοεπαινέσου | ||
γ' ενικ. | αυτοεπαινέθηκε | θα αυτοεπαινεθεί | να αυτοεπαινεθεί | |||
α' πληθ. | αυτοεπαινεθήκαμε | θα αυτοεπαινεθούμε | να αυτοεπαινεθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοεπαινεθήκατε | θα αυτοεπαινεθείτε | να αυτοεπαινεθείτε | αυτοεπαινεθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοεπαινέθηκαν αυτοεπαινεθήκαν(ε) |
θα αυτοεπαινεθούν(ε) | να αυτοεπαινεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοεπαινεθεί | είχα αυτοεπαινεθεί | θα έχω αυτοεπαινεθεί | να έχω αυτοεπαινεθεί | αυτοεπαινεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοεπαινεθεί | είχες αυτοεπαινεθεί | θα έχεις αυτοεπαινεθεί | να έχεις αυτοεπαινεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοεπαινεθεί | είχε αυτοεπαινεθεί | θα έχει αυτοεπαινεθεί | να έχει αυτοεπαινεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοεπαινεθεί | είχαμε αυτοεπαινεθεί | θα έχουμε αυτοεπαινεθεί | να έχουμε αυτοεπαινεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοεπαινεθεί | είχατε αυτοεπαινεθεί | θα έχετε αυτοεπαινεθεί | να έχετε αυτοεπαινεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοεπαινεθεί | είχαν αυτοεπαινεθεί | θα έχουν αυτοεπαινεθεί | να έχουν αυτοεπαινεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοεπαινούμαι
|