αυτοέπαινος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτοέπαινος | οι | αυτοέπαινοι |
γενική | του | αυτοέπαινου & αυτοεπαίνου |
των | αυτοέπαινων & αυτοεπαίνων |
αιτιατική | τον | αυτοέπαινο | τους | αυτοέπαινους & αυτοεπαίνους |
κλητική | αυτοέπαινε | αυτοέπαινοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αυτοέπαινος αρσενικό
Επεξεργασία
- αυτοεπαινούμαι
- → δείτε τις λέξεις αυτός, έπαινος και αίνος
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αυτοέπαινος