Δείτε επίσης: αἰνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰνῶ, συνηρημένος τύπος του αἰνέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐νώ
ομόηχο: ενώ

αινώ, αόρ.: αίνεσα, παθ.φωνή: αινούμαι, π.αόρ.: αινέθηκα

Εύχρηστο στον ενεστώτα. [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)