αινώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αινώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰνῶ, συνηρημένος τύπος του αἰνέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐νώ
- ομόηχο: ενώ
Ρήμα
επεξεργασίααινώ, αόρ.: αίνεσα, παθ.φωνή: αινούμαι, π.αόρ.: αινέθηκα
- (αρχαιοπρεπές) δοξάζω, επαινώ
- ↪ αινώ τον Κύριο!
- → χρειάζεται παράθεμα
Κλίση
επεξεργασίαΕύχρηστο στον ενεστώτα. [1]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αινώ | αινούσα | θα αινώ | να αινώ | αινώντας | |
β' ενικ. | αινείς | αινούσες | θα αινείς | να αινείς | (αίνει) | |
γ' ενικ. | αινεί | αινούσε | θα αινεί | να αινεί | ||
α' πληθ. | αινούμε | αινούσαμε | θα αινούμε | να αινούμε | ||
β' πληθ. | αινείτε | αινούσατε | θα αινείτε | να αινείτε | αινείτε | |
γ' πληθ. | αινούν(ε) | αινούσαν(ε) | θα αινούν(ε) | να αινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αίνεσα | θα αινέσω | να αινέσω | αινέσει | ||
β' ενικ. | αίνεσες | θα αινέσεις | να αινέσεις | αίνεσε | ||
γ' ενικ. | αίνεσε | θα αινέσει | να αινέσει | |||
α' πληθ. | αινέσαμε | θα αινέσουμε | να αινέσουμε | |||
β' πληθ. | αινέσατε | θα αινέσετε | να αινέσετε | αινέστε | ||
γ' πληθ. | αίνεσαν αινέσαν(ε) |
θα αινέσουν(ε) | να αινέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αινέσει | είχα αινέσει | θα έχω αινέσει | να έχω αινέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αινέσει | είχες αινέσει | θα έχεις αινέσει | να έχεις αινέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αινέσει | είχε αινέσει | θα έχει αινέσει | να έχει αινέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αινέσει | είχαμε αινέσει | θα έχουμε αινέσει | να έχουμε αινέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αινέσει | είχατε αινέσει | θα έχετε αινέσει | να έχετε αινέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αινέσει | είχαν αινέσει | θα έχουν αινέσει | να έχουν αινέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αινούμαι | αινούμουν | θα αινούμαι | να αινούμαι | αινούμενος | |
β' ενικ. | αινείσαι | αινούσουν | θα αινείσαι | να αινείσαι | ||
γ' ενικ. | αινείται | αινούνταν | θα αινείται | να αινείται | ||
α' πληθ. | αινούμαστε | αινούμασταν αινούμαστε |
θα αινούμαστε | να αινούμαστε | ||
β' πληθ. | αινείστε | αινούσασταν αινούσαστε |
θα αινείστε | να αινείστε | αινείστε | |
γ' πληθ. | αινούνται | αινούνταν | θα αινούνται | να αινούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αινέθηκα | θα αινεθώ | να αινεθώ | αινεθεί | ||
β' ενικ. | αινέθηκες | θα αινεθείς | να αινεθείς | αινέσου | ||
γ' ενικ. | αινέθηκε | θα αινεθεί | να αινεθεί | |||
α' πληθ. | αινεθήκαμε | θα αινεθούμε | να αινεθούμε | |||
β' πληθ. | αινεθήκατε | θα αινεθείτε | να αινεθείτε | αινεθείτε | ||
γ' πληθ. | αινέθηκαν αινεθήκαν(ε) |
θα αινεθούν(ε) | να αινεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αινεθεί | είχα αινεθεί | θα έχω αινεθεί | να έχω αινεθεί | ||
β' ενικ. | έχεις αινεθεί | είχες αινεθεί | θα έχεις αινεθεί | να έχεις αινεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αινεθεί | είχε αινεθεί | θα έχει αινεθεί | να έχει αινεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αινεθεί | είχαμε αινεθεί | θα έχουμε αινεθεί | να έχουμε αινεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αινεθεί | είχατε αινεθεί | θα έχετε αινεθεί | να έχετε αινεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αινεθεί | είχαν αινεθεί | θα έχουν αινεθεί | να έχουν αινεθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αινώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- αινώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας