δοξάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δοξάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δοξάζω < δόξα + -άζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðoˈksa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐ξά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασία
δοξάζω, αόρ.: δόξασα, παθ.φωνή: δοξάζομαι, π.αόρ.: δοξάστηκα, μτχ.π.π.: δοξασμένος
- συμβάλλω στο να γίνει κάποιος ή κάτι ένδοξο(ς)
- τιμώ και ευχαριστώ τον θεό με τιμητικούς ή εγκωμιαστικούς ύμνους ή λόγους
- (στην παθητική φωνή) δοξάζομαι: αποκτώ δόξα ή φήμη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δόξα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δοξάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοξάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.