Δείτε επίσης: Δόξα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόξα οι δόξες
      γενική της δόξας
    αιτιατική τη δόξα τις δόξες
     κλητική δόξα δόξες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόξα θηλυκό

  1. η μεγάλη και καλή φήμη που αποκτήθηκε εξαιτίας ηρωικών πράξεων ή άλλων επιτευγμάτων και κάνει κάποιον αντικείμενο θαυμασμού
  2. το να τιμάς και να δοξάζεις κάποιον, όπως έναν ήρωα ή το Θεό
  3. ένα διάσημο πρόσωπο
  4. το φωτεινό περίγραμμα που περιβάλλει τη μορφή του Χριστού στις αγιογραφίες
  5. το ουράνιο τόξο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δόξ αἱ δόξαι
      γενική τῆς δόξης τῶν δοξῶν
      δοτική τῇ δόξ ταῖς δόξαις
    αιτιατική τὴν δόξᾰν τὰς δόξᾱς
     κλητική ! δόξ δόξαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δόξ
γεν-δοτ τοῖν  δόξαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δόξα θηλυκό

  1. υποκειμενική γνώμη
  2. δοξασία
  3. προσδοκία
  4. η γνώμη που έχουν οι άνθρωποι για κάποιο πρόσωπο
  5. η λαμπρότητα στην εξωτερική εμφάνιση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)