Δείτε επίσης: Δόξα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόξα οι δόξες
      γενική της δόξας
    αιτιατική τη δόξα τις δόξες
     κλητική δόξα δόξες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόξα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δόξα < δοκέω / δοκῶ < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.ksa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δό‐ξα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόξα θηλυκό

  1. η μεγάλη και καλή φήμη που αποκτήθηκε εξαιτίας ηρωικών πράξεων ή άλλων επιτευγμάτων και κάνει κάποιον αντικείμενο θαυμασμού
  2. το να τιμάς και να δοξάζεις κάποιον, όπως έναν ήρωα ή το Θεό
  3. ένα διάσημο πρόσωπο
  4. το φωτεινό περίγραμμα που περιβάλλει τη μορφή του Χριστού στις αγιογραφίες
  5. το ουράνιο τόξο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
δοξ- 

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δόξ αἱ δόξαι
      γενική τῆς δόξης τῶν δοξῶν
      δοτική τῇ δόξ ταῖς δόξαις
    αιτιατική τὴν δόξᾰν τὰς δόξᾱς
     κλητική ! δόξ δόξαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δόξ
γεν-δοτ τοῖν  δόξαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόξα < δοκέω / δοκῶ < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόξα θηλυκό

  1. υποκειμενική γνώμη
  2. δοξασία
  3. προσδοκία
  4. η γνώμη που έχουν οι άνθρωποι για κάποιο πρόσωπο
  5. η λαμπρότητα στην εξωτερική εμφάνιση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία