↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοδοξία οι φιλοδοξίες
      γενική της φιλοδοξίας των φιλοδοξιών
    αιτιατική τη φιλοδοξία τις φιλοδοξίες
     κλητική φιλοδοξία φιλοδοξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοδοξία < αρχαία ελληνική φιλόδοξος < φίλος + δόξα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλοδοξία θηλυκό

  1. η επιθυμία για απόκτηση δόξας
    Είναι θέμα προς συζήτηση αν ο Αχιλλέας στην Τροία πράγματι διακατείχετο από ακραία φιλοδοξία και συνειδητά επέλεξε την μεταθανάτια αιώνια δόξα από τη ζωή ή όχι
  2. η επιθυμία να αποκτήσει κάποιος κάτι για το οποίο πιθανόν να μην αρκούν οι δυνάμεις του
    Η Μαρία έχει τη φιλοδοξία να γίνει μοντέλο (μπορεί να υπονοείται ότι δεν θα τα καταφέρει επειδή π.χ. δεν είναι αρκετά εντυπωσιακή ή δεν διαθέτει δικτύωση στο συγκεκριμένο χώρο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία