φιλοδοξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοδοξία < αρχαία ελληνική φιλόδοξος < φίλος + δόξα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοδοξία θηλυκό
- η επιθυμία για απόκτηση δόξας
- Είναι θέμα προς συζήτηση αν ο Αχιλλέας στην Τροία πράγματι διακατείχετο από ακραία φιλοδοξία και συνειδητά επέλεξε την μεταθανάτια αιώνια δόξα από τη ζωή ή όχι
- η επιθυμία να αποκτήσει κάποιος κάτι για το οποίο πιθανόν να μην αρκούν οι δυνάμεις του
- Η Μαρία έχει τη φιλοδοξία να γίνει μοντέλο (μπορεί να υπονοείται ότι δεν θα τα καταφέρει επειδή π.χ. δεν είναι αρκετά εντυπωσιακή ή δεν διαθέτει δικτύωση στο συγκεκριμένο χώρο)