↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόδοξος η φιλόδοξη το φιλόδοξο
      γενική του φιλόδοξου της φιλόδοξης του φιλόδοξου
    αιτιατική τον φιλόδοξο τη φιλόδοξη το φιλόδοξο
     κλητική φιλόδοξε φιλόδοξη φιλόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόδοξοι οι φιλόδοξες τα φιλόδοξα
      γενική των φιλόδοξων των φιλόδοξων των φιλόδοξων
    αιτιατική τους φιλόδοξους τις φιλόδοξες τα φιλόδοξα
     κλητική φιλόδοξοι φιλόδοξες φιλόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλόδοξος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόδοξος < φιλό- + -δοξος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈlo.ðo.ksos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λό‐δο‐ξος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόδοξος, -η, -ο

  1. (για ανθρώπους) που θέλει να αποκτήσει δόξα ή μια σημαντική θέση στην κοινωνία
    θέλει να γίνει γενικός διευθυντής πολυεθνικής εταιρίας, είναι φιλόδοξος.
  2. (για σχέδια, όνειρα, κ.λπ.) σχέδια με υψηλούς ή τολμηρούς στόχους
    έχει φιλόδοξα σχέδια
     συνώνυμα: μεγαλεπήβολος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και δόξα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλόδοξος τὸ φιλόδοξον
      γενική τοῦ/τῆς φιλοδόξου τοῦ φιλοδόξου
      δοτική τῷ/τῇ φιλοδόξ τῷ φιλοδόξ
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλόδοξον τὸ φιλόδοξον
     κλητική ! φιλόδοξε φιλόδοξον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλόδοξοι τὰ φιλόδοξ
      γενική τῶν φιλοδόξων τῶν φιλοδόξων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλοδόξοις τοῖς φιλοδόξοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλοδόξους τὰ φιλόδοξ
     κλητική ! φιλόδοξοι φιλόδοξ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλοδόξω τὼ φιλοδόξω
      γεν-δοτ τοῖν φιλοδόξοιν τοῖν φιλοδόξοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλόδοξος < φιλό- + -δοξος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόδοξος, -ος, -ον, υπερθετικός:  φιλοδοξότατος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και δόξα