φιλόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλόδοξος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόδοξος < φιλό- + -δοξος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈlo.ðo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐δο‐ξος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλόδοξος, -η, -ο
- (για ανθρώπους) που θέλει να αποκτήσει δόξα ή μια σημαντική θέση στην κοινωνία
- ⮡ θέλει να γίνει γενικός διευθυντής πολυεθνικής εταιρίας, είναι φιλόδοξος.
- (για σχέδια, όνειρα, κ.λπ.) σχέδια με υψηλούς ή τολμηρούς στόχους
- ⮡ έχει φιλόδοξα σχέδια
- ≈ συνώνυμα: μεγαλεπήβολος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φίλος και δόξα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφιλόδοξος, -ος, -ον, υπερθετικός : φιλοδοξότατος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φίλος και δόξα
Πηγές
επεξεργασία- φιλόδοξος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόδοξος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.