Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -δοξος η -δοξη το -δοξο
      γενική του -δοξου της -δοξης του -δοξου
    αιτιατική τον -δοξο τη(ν) -δοξη το -δοξο
     κλητική -δοξε -δοξη -δοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -δοξοι οι -δοξες τα -δοξα
      γενική των -δοξων των -δοξων των -δοξων
    αιτιατική τους -δοξους τις -δοξες τα -δοξα
     κλητική -δοξοι -δοξες -δοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δοξος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δοξος < δόξ(α) + -ος [1]

  Επίθημα επεξεργασία

-δοξος θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «δόξα (-δοξος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δοξος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -δοξος

  Επίθημα επεξεργασία

-δοξος θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -δοξος τὸ -δοξον
      γενική τοῦ/τῆς -δόξου τοῦ -δόξου
      δοτική τῷ/τῇ -δόξ τῷ -δόξ
    αιτιατική τὸν/τὴν -δοξον τὸ -δοξον
     κλητική ! -δοξε -δοξον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -δοξοι τὰ -δοξ
      γενική τῶν -δόξων τῶν -δόξων
      δοτική τοῖς/ταῖς -δόξοις τοῖς -δόξοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -δόξους τὰ -δοξ
     κλητική ! -δοξοι -δοξ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -δόξω τὼ -δόξω
      γεν-δοτ τοῖν -δόξοιν τοῖν -δόξοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δοξος < δόξ(α) + -ος

  Επίθημα επεξεργασία

-δοξος θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία