δόγμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δόγμα | τα | δόγματα |
γενική | του | δόγματος | των | δογμάτων |
αιτιατική | το | δόγμα | τα | δόγματα |
κλητική | δόγμα | δόγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δόγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δόγμα < δοκέω, δοκῶ[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δόγμα ουδέτερο
- μια θεμελιώδης αρχή ενός φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συστήματος
- (θρησκεία) το σύνολο των δοξασιών μιας θρησκευτικής πίστης, το οποίο οι οπαδοί της αποδέχονται ως αληθινό και αναμφισβήτητο
- (εκκλησιαστικός όρος) η απόφαση που λαμβάνεται σε θέματα πίστης και η οποία γίνεται γενικά παραδεκτή από το σύνολο των πιστών
- (πολιτική) η θεμελιώδης καταστατική αρχή ενός πολιτικού κόμματος ή παράταξης.
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ δόγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- δόγμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- δόγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δόγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.