ἀδογματίστως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδογματίστως < υποθετικός τύπος επιθέτου *ἀδογμάτιστος[1]. Μορφολογικά, ἀ- στερητικό + (δογματίζω) δογματιστ- + -ως < δόγμα
Επίρρημα
επεξεργασίαἀδογματίστως
- (ελληνιστική κοινή) αδογμάτιστα, με αδογμάτιστο τρόπο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αδογμάτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ἀδογματίστως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.