Ετυμολογία

επεξεργασία

δογματίζω, αόρ.: δογμάτισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

δογματίζω

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
δογματίζω < δόγμα δογματ- + -ίζω