↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδογμάτιστος η αδογμάτιστη το αδογμάτιστο
      γενική του αδογμάτιστου της αδογμάτιστης του αδογμάτιστου
    αιτιατική τον αδογμάτιστο την αδογμάτιστη το αδογμάτιστο
     κλητική αδογμάτιστε αδογμάτιστη αδογμάτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδογμάτιστοι οι αδογμάτιστες τα αδογμάτιστα
      γενική των αδογμάτιστων των αδογμάτιστων των αδογμάτιστων
    αιτιατική τους αδογμάτιστους τις αδογμάτιστες τα αδογμάτιστα
     κλητική αδογμάτιστοι αδογμάτιστες αδογμάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδογμάτιστος < α- στερητικό + δογματίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδογμάτιστος, -η, -ο

  • που δεν ακολουθεί πιστά ένα θρησκευτικό, πολιτικό, φιλοσοφικό κλπ δόγμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία