doctrine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdoctrine (en)
- δόγμα (εκκλησιαστικό ή φιλοσοφικό)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doctrine | doctrines |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdoctrine (fr) θηλυκό
doctrine (en)
ενικός | πληθυντικός |
doctrine | doctrines |
doctrine (fr) θηλυκό