Ετυμολογία

επεξεργασία
dogme < λατινική dogma < δόγμα

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dogme dogmes

dogme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία