επίδοξος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίδοξος | η | επίδοξη | το | επίδοξο |
γενική | του | επίδοξου | της | επίδοξης | του | επίδοξου |
αιτιατική | τον | επίδοξο | την | επίδοξη | το | επίδοξο |
κλητική | επίδοξε | επίδοξη | επίδοξο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίδοξοι | οι | επίδοξες | τα | επίδοξα |
γενική | των | επίδοξων | των | επίδοξων | των | επίδοξων |
αιτιατική | τους | επίδοξους | τις | επίδοξες | τα | επίδοξα |
κλητική | επίδοξοι | επίδοξες | επίδοξα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επίδοξος < αρχαία ελληνική ἐπίδοξος < ἐπί + δόξα
Επίθετο
επεξεργασίαεπίδοξος, -η, -ο
- που επιδιώκει ή φιλοδοξεί να πετύχει στο μέλλον κάτι
- (υποτιμητικό) αυτός που αποτυγχάνει να κάνει κάτι
- ⮡ επίδοξος ληστής
- ⮡ (πληροφορική) επίδοξος χάκερ