ἐπίδοξος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐπίδοξος | τὸ ἐπίδοξον | οἱ, αἱ ἐπίδοξοι | τὰ ἐπίδοξα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐπιδόξου | τοῦ ἐπιδόξου | τῶν ἐπιδόξων | τῶν ἐπιδόξων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐπιδόξῳ | τῷ ἐπιδόξῳ | τοῖς, ταῖς ἐπιδόξοις | τοῖς ἐπιδόξοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐπίδοξον | τὸ ἐπίδοξον | τοὺς, τὰς ἐπιδόξους | τὰ ἐπίδοξα |
Κλητική | ἐπίδοξε | ἐπίδοξον | ἐπίδοξοι | ἐπίδοξα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐπιδόξω | |||
Γενική-Δοτική | ἐπιδόξοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπίδοξος, -ος, -ον
Συγγενικά
επεξεργασία- ((ελληνιστική κοινή)) ἐπιδόξως
- → δείτε τη λέξη δόξα