αναμένω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈmε.nɔ/
- συλλαβισμός : α‐να‐μέ‐νω
- ομόηχο: αναμμένο
ΡήμαΕπεξεργασία
αναμένω, πρτ.: ανέμενα, αόρ.: ανέμεινα, παθ.φωνή: αναμένομαι, παθητική μετοχή ενεστώτα: αναμενόμενος
- περιμένω κάποιον ή κάτι, περιμένω ότι θα συμβεί κάτι
- οι Ιουδαίοι ανέμεναν τον ερχομό του Μεσσία
- {παθητική φωνή, γ' πρόσωπο) → δείτε τη λέξη αναμένεται
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μένω
ΚλίσηΕπεξεργασία
- ελλειπτική: → λείπει η κλίση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αναμένω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.