ενεστώτας expect
γ΄ ενικό ενεστώτα expects
αόριστος expected
παθητική μετοχή expected
ενεργητική μετοχή expecting

expect (en)

  1. περιμένω, αναμένω ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον
    We expect major political changes.
    Περιμένουμε μεγάλες πολιτικές αλλαγές.
    Should I expect that you will have read my letter?
    Να περιμένω ότι θα έχεις διαβάσει το γράμμα μου;
    If you don’t respect yourself, how do you expect others to respect you?
    Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να σε σέβονται οι άλλοι;
    Developments are expected in the Middle East.
    Αναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό.
    We don’t expect dramatic changes.
    Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές.
    Development did not happen as expected.
    Η εξέλιξη δεν έγινε όπως αναμενόταν.
    It is expected that prices will rise.
    Αναμένεται ότι οι τιμές θα ανέβουν.
     συνώνυμα:  think
  2. περιμένω, αναμένω να έρθει κάποιος ή κάτι γιατί έχει κανονιστεί
    When do you expect the governor?
    Πότε περιμένεις τον κυβερνήτη;
    The prime minister is expected (to arrive) tomorrow.
    Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.
    They are expected at any moment.
    Αναμένονται από στιγμή σε στιγμή.