expect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | expect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expects |
αόριστος | expected |
παθητική μετοχή | expected |
ενεργητική μετοχή | expecting |
Ρήμα
επεξεργασίαexpect (en)
- περιμένω, αναμένω ότι κάτι θα συμβεί στο μέλλον
- ⮡ We expect major political changes.
- Περιμένουμε μεγάλες πολιτικές αλλαγές.
- ⮡ Should I expect that you will have read my letter?
- Να περιμένω ότι θα έχεις διαβάσει το γράμμα μου;
- ⮡ If you don’t respect yourself, how do you expect others to respect you?
- Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να σε σέβονται οι άλλοι;
- ⮡ Developments are expected in the Middle East.
- Αναμένονται εξελίξεις στο μεσανατολικό.
- ⮡ We don’t expect dramatic changes.
- Δεν αναμένουμε εντυπωσιακές αλλαγές.
- ⮡ Development did not happen as expected.
- Η εξέλιξη δεν έγινε όπως αναμενόταν.
- ⮡ It is expected that prices will rise.
- Αναμένεται ότι οι τιμές θα ανέβουν.
- ≈ συνώνυμα: think
- ⮡ We expect major political changes.
- περιμένω, αναμένω να έρθει κάποιος ή κάτι γιατί έχει κανονιστεί
- ⮡ When do you expect the governor?
- Πότε περιμένεις τον κυβερνήτη;
- ⮡ The prime minister is expected (to arrive) tomorrow.
- Ο πρωθυπουργός αναμένεται (να φτάσει) αύριο.
- ⮡ They are expected at any moment.
- Αναμένονται από στιγμή σε στιγμή.
- ⮡ When do you expect the governor?