μεγαλεπήβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλεπήβολος < αρχαία ελληνική μεγαλεπήβολος < αρχαία ελληνική μέγας (γενική: μεγάλου) + ἐπήβολος (επιτυχής) < ἐπιβάλλω
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλεπήβολος, -η, -ο
- για μεγάλα σχέδια, μερικές φορές πιο δύσκολα από ό,τι κάποιος είναι ικανός να πετύχει
- μεγαλεπήβολοι στόχοι, μεγαλεπήβολα σχέδια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλεπήβολος
|