μεγαλεπήβολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλεπήβολα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μεγαλεπήβολος
Επίρρημα
επεξεργασίαμεγαλεπήβολα
- μακρόπνοα και συνάμα αισιόδοξα, χωρίς κάποιος να περιορίζει τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματά του για ιδέες ή επιχειρήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλεπήβολα
|